- μετάθετος
- μεταδρόμ-θετος, ον,A changed: changeable,
τύχη Plb.15.6.8
(sed leg. εὐμεταθ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύχη Plb.15.6.8
(sed leg. εὐμεταθ-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετάθετος — μετάθετος, ον (Α) [μετατίθημι] αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολος («μεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετα* + θετός, με αναβιβασμό τού τόνου λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
μεταθετός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετατεθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταθετό α) η δυνατότητα μετάθεσης β) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλο ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγο γ) (καν. δίκ.) η… … Dictionary of Greek
μεταθετός — ή, ό αυτός που μπορεί να μετατεθεί: Οι αξιωματικοί του στρατού είναι μεταθετοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταθετό — το βλ. μεταθετός … Dictionary of Greek